- 黑色 — μαύρος (Greek / ελληνικά)
- Χρώμα (του ουρανού κατά τη νύχτα και των φτερών του κοτσυφιού) που δημιουργείται από την απορρόφηση όλου του φωτός, χωρίς καθόλου αντικατοπτρισμό | Σκοτεινός και άχρωμος.
Translate 黑色
Learn how to say "黑色" in other languages:
Browse our dictionary
Find other interesting words in Chinese and Greek by browsing through our dictionary:
Get Quote