- 青 — πράσινο (Greek / ελληνικά)
- Το χρώμα του φυλλώματος, καθώς και άλλων κυττάρων των χλωροφυλλικών φυτών. Χρώμα μεταξύ του κίτρινου και του κυανού στο ορατό φάσμα. Ένα από τα πρωτεύοντα προστιθέμενα χρώματα για το μεταφερόμενο φως. Το χρώμα που παίρνεται αφαιρώντας ερυθρό και κυανό από το λευκό φως μέσω δυο φίλτρων, κίτρινου και ανοιχτού κυανού.
Translate 青
Learn how to say "青" in other languages:
Browse our dictionary
Find other interesting words in Chinese and Greek by browsing through our dictionary:
Get Quote